- δίκρᾱνος
- δί-κρᾱνος, zweiköpfig; τὸ δίκρανον, Zweizink, Gabel; δικράνοις ἐξωϑεῖν τῆς οἰκίας, furca expellere
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δικράνους — δίκρανος two headed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκρανοι — δίκρανος two headed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκρανο — το (Α δίκρανος, ον) 1. το δικράνι 2. φρ. «καυδιανά δίκρανα» στενό πέρασμα στο Καύδιο μεταξύ τής Καμπανιάς και τής χώρας τών Σαμνιτών νεοελλ. 1. ονομασία βρύου 2. μονάδα μεταβολών τού βεληνεκούς στις βολές πυροβολικού 3. φρ. «διέρχεται υπό τα… … Dictionary of Greek
δίκρανον — δίκρᾱνον , δίκρανον two headed neut nom/voc/acc sg δίκρανος two headed masc/fem acc sg δίκρανος two headed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκαλμός — (I) ο, ΝΜΑ, και σκαρμός, Ν ναυτ. μικρή κυλινδρική ράβδος από ξύλο ή μέταλλο, στερεωμένη κατακόρυφα στην κουπαστή βάρκας, στο ελεύθερο άνω άκρο τής οποίας προσδένεται με τροπωτήρα το κουπί νεοελλ. 1. ζωολ. κοινή ονομασία τού ψαριού Synodus saurus… … Dictionary of Greek
δικράνοις — δικρά̱νοις , δίκρανον two headed neut dat pl δίκρανος two headed masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκρανα — δίκρᾱνα , δίκρανον two headed neut nom/voc/acc pl δίκρανος two headed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)